μονόστροφος

μονόστροφος
-η, -ο (ΑΜ μονόστροφος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή
αρχ.
1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση
2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» — άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη.
επίρρ...
μονοστρόφως (ΑΜ)
με μία στροφή, σε μία στροφή, κατά τρόπο μονόστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -στροφος (< στροφή), πρβλ. πολύ-στροφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονόστροφος — consisting of a single strophe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόστροφον — μονόστροφος consisting of a single strophe masc/fem acc sg μονόστροφος consisting of a single strophe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστρόφοις — μονόστροφος consisting of a single strophe masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστρόφου — μονόστροφος consisting of a single strophe masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστρόφους — μονόστροφος consisting of a single strophe masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστρόφων — μονόστροφος consisting of a single strophe masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόστροφα — μονόστροφος consisting of a single strophe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόστροφοι — μονόστροφος consisting of a single strophe masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστροφικός — μονοστροφικός, ή, όν (Α) [μονόστροφος] (μετρ.) 1. αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή, μονόστροφος 2. αυτός που ανήκει στα μονόστροφα ποιήματα. επίρρ... μονοστροφικῶς (Α) με μία στροφή, σε μία στροφή, με τρόπο μονόστροφο …   Dictionary of Greek

  • монострофа — МОНОСТРОФА´ (греч. μονόστροφος состоящий из одной строфы, от μόνος один и στροφή строфа) малая стихотворная форма; характерный признак М. композиционная замкнутость. Структурные начала М. заложены в таких простых формах строфы, как двустишие,… …   Поэтический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”